- ασκητής
- ascète
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀσκητής — one who practises any art masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής … Dictionary of Greek
ασκητής — ο θηλ. ήτρια ερημίτης καλόγερος, αναχωρητής: Οι ασκητές έχουν περιορίσει τις ανάγκες τους σε ελάχιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ασκητής, Λουκάς — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Δαδί. Εντάχθηκε στο σώμα του Αθανάσιου Διάκου. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 … Dictionary of Greek
Λαμπαδός — Ασκητής, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου … Dictionary of Greek
ἀσκηταῖς — ἀσκητής one who practises any art masc dat pl ἀσκητός curiously wrought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκηταί — ἀσκητής one who practises any art masc nom/voc pl ἀσκητός curiously wrought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητοῦ — ἀσκητής one who practises any art masc gen sg ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῇ — ἀσκητής one who practises any art masc dat sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητήν — ἀσκητής one who practises any art masc acc sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῶν — ἀσκητής one who practises any art masc gen pl ἀσκητός curiously wrought fem gen pl ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)